ἀνίσωσις

ἀνίσωσις
ἀνίσωσις
equalization
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἀνίσωσιν — ἀνίσωσις equalization fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανίσωση — Μαθηματικός όρος που αναφέρεται σε μια ανισότητα που έχει μία ή περισσότερες μεταβλητές.Ας είναι f, g δύο τυχαίες πραγματικές συναρτήσεις μιας πραγματικής μεταβλητής με κοινό πεδίο ορισμού τους I (ένα υποσύνολο του συνόλου των πραγματικών… …   Dictionary of Greek

  • ανισώ — (I) ἀνισῶ ( όω) (Α) 1. εξισώνω, εξισορροπώ 2. δίνω σ αυτούς πού ήλθαν τελευταίοι στο συμπόσιο ίση ποσότητα κρασιού μ αυτήν που πήραν οι άλλοι 3. εξομαλύνω, λειαίνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ισώ. ΠΑΡ. αρχ. ανίσωσις (Ι), ανίσωμα, ανίσων]. (II) ἀνισῶ …   Dictionary of Greek

  • ἀνισώσεως — ἀνισώσεω̆ς , ἀνίσωσις equalization fem gen sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνισώσῃ — ἀνισώσηι , ἀνίσωσις equalization fem dat sg (epic) ἀνισάζω equalize fut part act fem dat sg (attic epic ionic) ἀνισόω equalize aor subj mid 2nd sg ἀνισόω equalize aor subj act 3rd sg ἀνισόω equalize fut ind mid 2nd sg ἀ̱νισώσῃ , ἀνισόω equalize… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”